ακακοποίητος

ακακοποίητος
η , ο [ος , ον ]
1) не подвергшийся (или не подвергавшийся) насилию, дурному обращению; 2) не избитый;

§ ακακοποίητη αλήθεια — истинная прёвда


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ακακοποίητος" в других словарях:

  • ακακοποίητος — η, ο αυτός που δεν κακοποιήθηκε, δεν ασκήθηκε πάνω του βία: Ήταν τόση η αυθαιρεσία τότε, ώστε κανένας κρατούμενος δεν έμεινε ακακοποίητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακακοποίητος — η, ο [κακοποιώ] 1. αυτός που δεν κακοποιήθηκε, που δεν ασκήθηκε βία εναντίον του 2. αυτός που δεν έχει διαστρεβλωθεί, απαραποίητος «ακακοποίητη αλήθεια» …   Dictionary of Greek

  • ακάκωτος — η, ο αυτός που δεν έπαθε κακώσεις, ακακοποίητος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»